- πεπυκνωμένως
- Αεπίρρ. με πυκνό τρόπο, συμπυκνωμένα («ὁ ψαλμὸς οὗτος νόμον καὶ ἐντολὰς καὶ... κρίματα καὶ μαρτύρια πεπυκνωμένως διαγορεύει», Ιωάνν. Χρυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπυκνωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πυκνώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεπυκνωμένως — πυκνόω make close perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)